- ἀτρίβαστος
- ἀτρίβ-αστος [ῐ], ον, = sq.,A not worn, ἵππος ἀ. πρὸς τραχέα a horse whose hoofs have not been worn off on rough ground, X.Eq.Mag.8.3 (dub. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατρίβαστος — ἀτρίβαστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει υποστεί υπερβολική τριβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + *τριβάζω < τρίβω] … Dictionary of Greek